- ταριχοφαγία
- τᾰρῑχοφᾰγία, ἡ,A eating of salt fish, Gal. ap. Orib.Syn.9.3.6, Aët. 8.73, Paul.Aeg.3.32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταριχοφαγία — ταριχοφαγίᾱ , ταριχοφαγία eating of salt fish fem nom/voc/acc dual ταριχοφαγίᾱ , ταριχοφαγία eating of salt fish fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχοφαγία — ἡ, Α το να τρώει κανείς παστά ψάρια, διατροφή με παστά ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + φαγία (< φάγος*)] … Dictionary of Greek
ταριχοφαγίας — ταριχοφαγίᾱς , ταριχοφαγία eating of salt fish fem acc pl ταριχοφαγίᾱς , ταριχοφαγία eating of salt fish fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)